- σκυτάλωσις
- σκῠτᾰλ-ωσις, εως, ἡ,= ῥάβδωσις, prob. in IG4.742.3 ([place name] Troezen).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυτάλωσις — ώσεως, ἡ, Α [σκυταλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκυταλώ, δαρμός με ρόπαλο, ραβδισμός, ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek